Είναι δύο. Τους παρακολουθώ ενώ βγάζουν τα εισιτήριά τους στον οδηγό. Ο ένας , ελαφρά ασταθής λόγω της προχωρημένης του ηλικίας, ταλαντεύεται ελαφρά καθώς προχωρά μπροστά. Ο άλλος, λίγο νεότερος, προσπαθεί να τον βοηθήσει να καθίσει , πριν το απότομο ξεκίνημα.
Παρατηρώ τις γραμμές των προσώπων τους , τα θολά μάτια, τα καλοξυρισμένα πρόσωπα, τα καθαρά και περιποιημένα ρούχα, τα αληθινά μαντήλια που χρησιμοποιούν για να σκουπιστούν.
Παρατηρώ τα ήσυχα, δίχως εξάρσεις βλέμματα, τα ανέκφραστα χείλη, τις χαμηλές φωνές.
Δεν αναζητούν με κανέναν τρόπο. Είναι "εκεί"
-Δύο και εβδομήντα, σχολιάζει ο νεότερος . Κουνά το κεφάλι αποδοκιμαστικά και στρέφει το κεφάλι του προς το παράθυρο. Δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Σκοτάδι. Το ποτάμι.
Δεν κατορθώνω να ξεχωρίσω την απάντηση του άλλου , αλλά δεν έχει μεγάλη σημασία.
Το εισιτήριο είναι όντως ακριβό για μια τόσο μικρή απόσταση.
...........................
Δεν ανήκω στις γυναίκες που βγάζουν άναρθρες κραυγές και επιφωνήματα στο αντίκρισμα ενός μωρού ή ενός μικρού χαριτωμένου παιδιού. Το πολύ πολύ να σκεφτώ : Τι όμορφο που είναι! Όπως θα σκεφτώ "τι όμορφη κοπέλα, αγόρι, πίνακας, τοπίο, βιβλίο....τι όμορφο φθινοπωρινό φύλλο!"
Μια διαπίστωση. Δίχως συναισθηματική εμπλοκή.
Αλλά στους ηλικιωμένους πάντα στέκομαι. Όχι τώρα. Που απομακρύνθηκα από την πρώτη νιότη μου. Από παλιά. Από πολύ παλιά. Τους παρατηρώ. Πάντα τους παρατηρούσα. Συνήθως τους δικαιολογώ για τις ιδιοτροπίες τους. Αναγνωρίζω το δύστροπο του χαρακτήρα τους. Και θαυμάζω την καλοσύνη και τη γλυκύτητα που καμιά δύναμη δεν μπόρεσε να εξαφανίσει. Την αγαθοσύνη και παιδική αφέλεια ενίοτε. Την απίστευτη υπομονή και τη βαθιά σοφία τους.
Απορώ μερικές φορές με την καρτερικότητά τους και τη δύναμη τους να συγχωρούν και να κατανοούν και αναλογίζομαι "εγώ..... θα μπορούσα ?"
Πιο πολύ με συγκινεί όταν βλέπω στα μάτια τους ακόμη την παιδική λαχτάρα για ζωή, που εκδηλώνεται σε μικρά ασήμαντα καθημερινά. Αγέραστη.
Αγέραστοι.
Τους βλέπω και βλέπω τη ζωή που πέρασε. Δεν είναι λίγο πράγμα. Δεν φτάνεις εύκολα ως εκεί. Δε μεγαλώνεις δίχως πόνο, δίχως απώλειες, δίχως απογοητεύσεις και διαψεύσεις. Ένας οδοστρωτήρας είναι η ζωή. Μας λειαίνει.
Κι εκεί που είχαμε αιχμές και κοφτερές γωνίες και μοιάζαμε άκαμπτοι σαν το ατσάλι, γεμίζουμε στρογγυλάδες και μαθαίνουμε να λυγίζουμε. Γιατί έτσι πρέπει
Κι είναι κι εκείνο το άλλο ερώτημα που πάντα με βασανίζει : Τι τους έμεινε να περιμένουν; Έμεινε κάτι....; Πώς είναι η ζωή δίχως τις μεγάλες προσμονές ;
Θυμάμαι τον πατέρα μου που μέχρι τα τελευταία του φρόντιζε πάντα να είναι ξυρισμένος, τα παπούτσια του καλογυαλισμένα και τα ρούχα του φροντισμένα. Θυμάμαι τα πουκάμισα με τα μανικετόκουμπα. Θυμάμαι που μύριζε σαπούνι. Η ευπρέπεια έπαιζε μεγάλο ρόλο στη ζωή του. Όπως και οι σταθερές αρχές και η ηθική.
Αλλάζουμε. Αλλά συνεχίζουμε να μεγαλώνουμε