Από την "εκπαίδευση του μικρού δέντρου" του Φόρεστ Κάρτερ
Η γιαγιά και ο παππούς ήθελαν να μάθω για το παρελθόν, γιατί : " Αν δε γνωρίζεις το παρελθόν, δε θα έχεις μέλλον. Αν δε γνωρίζεις πού ήταν ο λαός σου, δε γνωρίζεις και πού πηγαίνει. " Έτσι μου είπαν τα περισσότερα.
Πώς ήρθαν οι στρατιώτες της κυβέρνησης. Πώς καλλιεργούσαν οι Τσεροκί τις πλούσιες κοιλάδες και πραγματοποιούσαν χορούς ζευγαρώματος την άνοιξη, όταν φύτρωνε η ζωή στη γη, όταν το ελάφι και η ελαφίνα, το παγόνι και η καλή του πανηγύριζαν παίζοντας το ρόλο τους στο παιχνίδι της δημιουργίας.
Πώς οργάνωναν γιορτές του θερισμού στα χωριά, καθώς ωρίμαζαν οι κολοκύθες, κοκκίνιζε ο διόσπυρος και σκλήραινε το καλαμπόκι.Πώς ετοιμάζονταν για τα κυνήγια του χειμώνα και αφιερώνονταν στον Τρόπο.
Πώς ήρθαν οι στρατιώτες της κυβέρνησης και τους ζήτησαν να υπογράψουν το χαρτί. Τους είπαν ότι το χαρτί σήμαινε ότι οι νέοι λευκοί έποικοι θα ήξεραν πού να εγκατασταθούν και έτσι δε θα έπαιρναν τη γη του Τσεροκί. Και, αφού το υπέγραψαν, ήρθαν και άλλοι στρατιώτες με τουφέκια και μακριά μαχαίρια στα τουφέκια τους. Οι στρατιώτες είπαν ότι τα λόγια στο χαρτί είχαν αλλάξει. Τώρα τα λόγια έλεγαν ότι ο Τσεροκί έπρεπε να αφήσει τις κοιλάδες, τα σπίτια και τα βουνά του. Ότι έπρεπε να φύγει μακριά, προς τον ήλιο που δύει, εκεί όπου η κυβέρνηση είχε ετοιμάσει μια άλλη γη για τον Τσεροκί, γη που δεν ήθελε ο λευκός.*
Πώς ήρθαν οι στρατιώτες της κυβέρνησης και περικύκλωσαν όλη την κοιλάδα με τα όπλα τους και τη νύχτα με τις φωτιές τους. Έβαλαν τους Τσεροκί μέσα στον κύκλο. Έφεραν Τσεροκί από άλλα βουνά και κοιλάδες, λες και ήταν αγελάδες, και τους έβαλαν μέσα στον κύκλο.
Αφού γινόταν αυτό για καιρό, όταν πια είχαν φέρει τους περισσότερους Τσεροκί, έφεραν άμαξες και μουλάρια και είπαν στους Τσεροκί ότι μπορούσαν να φύγουν για τη γη του ήλιου που δύει. Στους Τσεροκί δεν είχε απομείνει τίποτα. Μα δεν ήθελαν να φύγουν με τις άμαξες και έτσι έσωσαν κάτι. Δεν μπορούσες να το δεις, να το φορέσεις ή να το φας, μα έσωσαν κάτι. Άρνήθηκαν να φύγουν με τις άμαξες. Έφυγαν περπατώντας.
Οι στρατιώτες της κυβέρνησης προχωρούσαν με άλογα μπροστά τους , στα πλευρά τους, από πίσω τους. Οι άντρες Τσεροκί περπατούσαν και κοιτούσαν ίσια μπροστά. Δεν κοιτούσαν κάτω, ούτε προς τους στρατιώτες. Οι γυναίκες και τα παιδιά τούς ακολουθούσαν από πίσω και δεν κοιτούσαν τους στρατιώτες.
Πίσω τους, μακριά, οι άδειες άμαξες έτριζαν και κροτάλιζαν, ήταν άχρηστες. Οι άμαξες δεν μπορούσαν να κλέψουν την ψυχή του Τσεροκί. Του έκλεψαν τη γη του, το σπίτι του. Μα ο Τσεροκί δε θα άφηνε τις άμαξες να του κλέψουν την ψυχή.
Καθώς περνούσαν από τα χωριά του λευκού , οι άνθρωποι μαζεύονταν για να τους δουν να περνούν. Στην αρχή γελούσαν με τον χαζό Τσεροκί που περπατούσε ενώ οι άδειες άμαξες έτριζαν πίσω του. Ο Τσεροκί δε γυρνούσε το κεφάλι του για να τους κοιτάξει, και σύντομα τους κόπηκαν τα γέλια.
Καθώς ο Τσεροκί απομακρυνόταν από τα βουνά, άρχισε να πεθαίνει. Η ψυχή του δεν πέθαινε, ούτε γίνόταν πιο αδύναμη. Πέθαιναν οι πολύ νέοι, οι πολύ γέροι και οι άρρωστοι.
Στην αρχή οι στρατιώτες τούς άφηναν να σταματούν, για να θάβουν τους νεκρούς τους. Μα πέθαιναν όλο και περισσότεροι - κατά εκατοντάδες, κατά χιλιάδες. Περισσότεροι από το ένα τρίτο θα πέθαιναν στο Μονοπάτι. Οι στρατιώτες είπαν ότι θα μπορούσαν να θάβουν τους νεκρούς μόνο κάθε τρεις μέρες, γιατί οι στρατιώτες βιάζονταν και ήθελαν να τελειώνουν με τον Τσεροκί. Οι στρατιώτες είπαν ότι οι άμαξες θα κουβαλούσαν τους νεκρούς, μα ο Τσερόκι αρνήθηκε να βάλει τους νεκρούς του στις άμαξες. Τους μετέφερε ο ίδιος. Περπατώντας.
Το μικρό αγόρι κουβαλούσε τη νεκρή αδελφούλα του και κοιμόταν δίπλα της τη νύχτα στο χώμα. Τη σήκωνε στα χέρια του το πρωί και συνέχιζε.
Ο σύζυγος κουβαλούσε τη νεκρή γυναίκα του. Ο γιος τη νεκρή μητέρα του, τον νεκρό πατέρα του. Η μητέρα το νεκρό μωρό της. Τα μετέφεραν στα χέρια τους. Και περπατούσαν. Και δε γυρνούσαν το κεφάλι τους για να κοιτάξουν τους στρατιώτες, ούτε τους ανθρώπους που τους παρακολουθούσαν να περνούν κατά μήκος του Μονοπατιού. Κάποιοι από εκείνους έκλαιγαν. Μα ο Τσεροκί δεν έκλαιγε. Δεν έβλεπες δάκρυα στο πρόσωπό του, γιατί ο Τσεροκί δεν τους άφηνε να δουν την ψυχή του, όπως δεν ανέβαινε και στις άμαξες.
Έτσι, το ονόμασαν Μονοπάτι των Δακρύων. Όχι επειδή έκλαψε ο Τσεροκί. Γιατί δεν έκλαψε. Το ονόμασαν Μονοπάτι των Δακρύων γιατί ακούγεται ρομαντικό και μιλά για τη θλίψη όσων στέκονταν δίπλα στο Μονοπάτι. Όμως μια πορεία θανάτου δεν είναι ρομαντική.
Δεν μπορείς να γράψεις ποίηση για το νεκρό, παγωμένο μωρό στα χέρια της μητέρας του που κοιτά τον μαύρο ουρανό με μάτια που δεν κλείνουν, ενώ η μάνα του περπατάει.
Δεν μπορείς να γράψεις τραγούδια για τον πατέρα που σηκώνει το βάρος της νεκρής γυναίκας του, κοιμάται δίπλα της τη νύχτα και ξυπνά και τη σηκώνει ξανά το πρωί - και λέει στον μεγαλύτερο γιο του να σηκώσει το σώμα του μικρότερου γιου. Και να μην κοιτά...να μη μιλά.... να μην κλαίει....να μη θυμάται τα βουνά.
Δε θα ήταν όμορφο τραγούδι. Γι'αυτό το ονόμασαν Μονοπάτι των Δακρύων.
* Το 1835, όταν ανακαλύφθηκε χρυσός σε γη που ανήκε στους Τσεροκί, στην Τζόρτζια, μια μικρή μειοψηφία συμφώνησε να πουλήσει όλη τη γη της φυλής ανατολικά του Μισισιπή για ένα σχετικά μικρό ποσό. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ακύρωσε τη συμφωνία, αλλά κάποιοι κρατικοί αξιωματούχοι και ο πρόεδρος Andrew Jackson αγνόησαν την ακύρωση. Την περίοδο 1838-1839 οι Τσεροκί και άλλες φυλές οδηγήθηκαν δια της βίας στην Οκλαχόμα. Η πορεία τους διήρκεσε 116 μέρες και μέτρησε 4000 νεκρούς (περίπου το 1/3 του τότε πληθυσμού των Τσεροκί)