Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

Παλιοί και νέοι φόβοι

Η μέρα σήμερα είναι δροσερή και συννεφιασμένη, νιώθω έντονα την αλλαγή της εποχής, φοράω κάτι όμορφα ζεστό και μια ερώτηση οδηγεί τη μνήμη πίσω, σ' ένα άλλο εγώ...Μακρινό και ξεχασμένο.
Θυμάμαι δεν είχα κλείσει τα 20 όταν ο Δ με ρώτησε τι είναι αυτό που φοβάμαι περισσότερο και του απάντησα με τον αυθορμητισμό της ηλικίας μου "τη μέρα που δε θα με σκέφτεται κανείς".

Μετά από λίγες μέρες τριγυρνούσαμε μαζί σε ένα λούνα παρκ, περνούσαμε χαλαρά και ξένοιαστα, όταν ο Δ μου χάρισε έναν στο κέντρο χτυπημένο στόχο, με τη χειρόγραφη σημείωση " μην ανησυχείς, πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα σε σκέφτονται"
Σήμερα πια δε με νοιάζει αν υπάρχουν άνθρωποι που με σκέφτονται. Συμφιλιώθηκα με πολλές ελλείψεις στη ζωή μου. Έχασα πολλά από τον παλιό μου αυθορμητισμό. Έμαθα να μην απαιτώ και να μη ζητάω. Κι έμαθα πως υπάρχει πάντα η έξοδος διαφυγής
Τον έχω ακόμη τον στόχο εκείνο, μαζί με λιγοστά ενθύμια, στο συρτάρι του παλιού μου γραφείου σ'ενα ακατοίκητο σπίτι που κάποτε στέγασε πολλά όνειρα και δεν είδε κανένα να πραγματοποιείται. Αλλά δεν είναι όλα τα όνειρα για να πραγματοποιούνται, όπως δεν είναι και για να μένουν στάσιμα.
Αυτό που ξέρω είναι, πως μια μέρα θα μπω σ'εκείνο το σπίτι, με δυο - τρεις εργάτες και θα ζητήσω να με απαλλάξουν απ' όλο το περιεχόμενό του, δίχως να ανοίξω κανένα συρτάρι, καμία ντουλάπα... δίχως δεύτερη σκέψη. Γιατί δεν θα υπάρχει δεύτερη σκέψη.
Μετά θα πουλήσω το σπίτι και θα φύγω.
Δεν ξέρω για πού.

Πριν λίγες μέρες ρωτήθηκα τι ορίζω ως μοναχική ζωή. Αλλά δεν μπορούσα να απαντήσω με δυο λέξεις.

Χωρίς μεγάλες αναλύσεις θα όριζα ως μοναχική ζωή αυτήν που ο άνθρωπος απέχει από επιλογή ή από ανάγκη τόσο από την ανθρώπινη επαφή ( που μπορεί να είναι και τελείως επιφανειακή) , όσο και από τις ανθρώπινες σχέσεις.

Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ζήσω έτσι. Δεν το έχω δοκιμάσει. Δεν το γνωρίζω.

Νομίζω πως είναι θέμα εσωτερικής πληρότητας.

Φέρνω στο νου κάτι γεροντάκια, κάτι καλόγερους σε μοναστήρια ερημικά, μόνοι με τη συντροφιά κάποιου ζώου ή και χωρίς αυτήν σε απόλυτη αρμονία με τον κόσμο, τη ψυχή τους, το Θεό.
Είναι σημαντική αυτή η πίστη σε μια ανώτερη δύναμη.
Σε κρατά εκεί που πας να πέσεις. Σε στηλώνει.

Μα αν τη χάσεις;
Κι αν χάσεις και τη μοναδική σχέση αγάπης που ορίζει τη ζωή σου;

Μοναξιά δεν είναι να είσαι μόνος. Μοναξιά είναι να νιώθεις μόνος.

Αν με ρωτούσε σήμερα κάποιος τι φοβάμαι περισσότερο, θα απαντούσα "την αρρώστια που θα με οδηγούσε σε εξάρτηση από τους άλλους".
Η μόνη μου έγνοια για το μέλλον είναι να μπορέσω να φύγω δίχως ποτέ να γίνω βάρος σε κανέναν. Δίχως ποτέ την ανάγκη κάποιου.
Όρθια.
Έχοντας τον απόλυτο έλεγχο του σώματος και του μυαλού μου.
Μπορεί να ακούγεται εγωιστικό...μπορεί να είναι. Σίγουρα είναι δείγμα της απομάκρυνσης μου και της μη πίστης μου στους ανθρώπους.

Αλλά ελπίζω να γίνει έτσι.

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

η νύχτα της πανσελήνου

Το φετινό καλοκαίρι παράπαιε συνεχώς ανάμεσα σε ένα νεοσύστατο, πρωτόγνωρο πάθος και σε μία βασανιστική αδράνεια που έμοιαζε να μην έχει τέλος.

Να μην έχει τέλος...ακόμη και τώρα

Που μπαίνω σε αυτό το μαυσωλείο - φυλακή και μια σκιά καλύπτει την ψυχή μου. Αν υπάρχει αυτό το μέρος πάνω μας...μέσα μας. Ψυχή....Ποιος το σκέφτηκε; Μπορώ να καταλάβω την πνοή μέσα μου, τη σκέψη, το συναίσθημα....αλλά ψυχή; Ποιος μπορεί να την προσδιορίσει ;



Ο ύπνος δύσκολος....ένα μωρό στριγγλίζει...φορώ τις ωτασπίδες μου....κι αναπολώ τις μέρες που για κάποιον λόγο θα θυμάμαι απο τούτο το παράξενο καλοκαίρι...Τις νύχτες που θα θυμάμαι.


Νύχτες με πανσέληνο και βόλτα σε αρχαία λιθόστρωτα. Λίγο πριν κάποιος προσπαθεί με ένα ψέμα να μου φτιάξει τη διάθεση. Δεν το κάνει από κακή πρόθεση αλλά δεν αντέχω αυτή τη μηδαμινότητα του συναισθήματος. Και δεν θέλω να εξηγήσω. Δεν θέλω να εξηγώ.

Πονάει....

Μια αφίσα μου τραβάει την προσοχή. Μοιάζει με οιωνό. Να μείνω;

Στην ταινία...στη ζωή σου....να μείνω;

Δε μου ταιριάζουν οι ώρες. Ήδη έχω περπατήσει πολύ και θέλει άλλη μια ώρα για την επόμενη προβολή . Μετα από έναν στιγμιαίο δισταγμό απομακρύνομαι.Με βαριά καρδιά. Βαδίζω νωχελικά προς το σταθμό δίχως να βιάζομαι καθόλου. Επιβιβάζομαι και φέρνω στο νου την επιστροφή.

Δεν την αντέχω. Κατεβαίνω στην πρώτη στάση.
Φταίει η πανσέληνος, φταίει η κουβέντα....δεν ξερω τι φταίει, αλλά δεν την αντέχω σήμερα την επιστροφή.

Βαδίζω ακόμη λίγο στις πέτρες του παρελθόντος μέχρι να έρθει η ώρα της προβολής.

Το αγιόκλημα, βαρύ, πνίγει κάθε άλλη μυρωδιά. Μια αγαπημένη μελωδία απλώνεται παντού και η σκέψη ακινητοποιείται. Δεν υπάρχει πριν, δεν υπάρχει μετά...δεν υπάρχει τίποτα εκτός από εκείνο το άρωμα κι εκείνη τη μελωδία.

Τα βλέφαρα βαραίνουν. Όλη τη μέρα σε εγρήγορση, τώρα βαραίνουν

Η ταινία κυλάει.....δεν τη θυμόμουν καλά....όμορφη είναι, χωρίς περιττό βάρος



Επιστρέφω και τα φύλλα θροΐζουν. Ένα ελαφρύ αεράκι περνάει από ανάμεσα τους και τα κάνει να ψιθυρίζουν δικές τους μελωδίες. Δε θέλω να τελειώσει αυτή η νυχτερινή μου περιπλάνηση. Θα μπορούσα να περπατώ για πάντα κάτω από αυτα τα δέντρα...αρκεί να μην έφτανα πουθενά. Δε θέλω να φτάσω πουθενά.