Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

συνειρμοί

με τον τρόπο που γεννιούνται οι συνειρμοί το κείμενο του old boy  με πήγε πίσω στην Αβάνα του Κάστρο, χρόνια πριν, δε θα ψάξω τώρα πόσα...
ωραίο ταξίδι. όχι γιατί μου άρεσε η Κούβα. καθόλου δε μου άρεσε.αλλά γίνεσαι πιο πλούσιος.
πάντα γίνεσαι πιο πλούσιος από τα ταξίδια. ακόμη και από αυτά που σε απογοητεύουν.
κι άλλωστε.... είναι πάντα  μια φυγή.
η γνωριμία με κάποιες άλλες δυνατότητες. άλλες ζωές.
τα "μπορεί" σου...τα "ίσως" σου
και όταν μερικά χρόνια πριν, μου το'χε πει εκείνος ο μηχανικός,ο ελληνοαμερικάνος, "μην πας, δεν αξίζει", δεν τον πίστεψα. ή μάλλον δεν ήταν θέμα πίστης , ήταν η διάθεση της γνωριμίας με τον μύθο της.
οκ...μύθος ήταν, απομυθοποιήθηκε.

εκεί λοιπόν στην περίφημη Αβάνα, για να επιστρέψουμε στο αφρόλουτρο του old boy , κάθε που βγαίναμε από το Nacional , μας παραμόνευαν κρυφά οι ντόπιες, παρακαλώντας  για τα δείγματα των σαμπουάν και των αφρόλουτρων του ξενοδοχείου. αυτά που προσωπικά δεν καταδέχτηκα να χρησιμοποιήσω ως φτηνιάρικα και κακής ποιότητας.
το "αριστούργημα του καπιταλισμού" ;
βεβαίως .
γιατί, όχι;
εκεί το συνειδητοποιείς σε όλο του το μεγαλείο.
εκεί που δεν παράγεται και απαγορεύεται να εισαχθεί


ήμουν κι εγώ από κείνους που διάβαζαν σε περιοδικά και οδηγούς  πόσο υπέροχη είναι η Κούβα για τους γελαστούς της ανθρώπους, για τη μουσική, για την ωραία της ατμόσφαιρα.

αλλά όλα αυτά ή δεν τα πρόσεξα ή δεν με ξεγελάσανε, γιατί οι μνήμες μου από κει κουβαλάνε τον Αλέξι με το ποδήλατο - ταξί . που όταν του ζητήσαμε να μας πάει στο ξενοδοχείο, μας είπε πως ήταν παράνομο, αν τον πιάνανε θα τιμωρούνταν (και είδαμε φόβο στα μάτια του. αληθινό φόβο). μόνο τους ντόπιους επιτρεπόταν να μεταφέρει με το ποδήλατό του, για εμάς τους τουρίστες υπήρχαν τα γνωστά παλιά αμερικάνικα- ατραξιόν αυτοκίνητα και τα κανονικά ταξί.  δεν το ξέραμε, και ζητώντας του συγγνώμη , κινήσαμε να φύγουμε, αλλά μας σταμάτησε , παρακαλώντας μας αν δεν είχαμε αντίρρηση να μας πάει μέσα από στενά μη τουριστικά δρομάκια στο ξενοδοχείο μας, να μην τον δούνε.
αμερικάνικα δολλάρια ήταν αυτά! πώς να αντισταθείς ;
μ'αυτά αγόραζες σοκολάτες για τα παιδιά σου !   ή ένα σαμπουάν για τη γυναίκα σου στη "μαύρη".
απίστευτες πολυτέλειες!
και ο Αλέξι μας έδειχνε τα δυνατά του πόδια, όλη τη μέρα στο πεντάλι και μας μιλούσε μισο-ισπανικά, μισο-αγγλικά για τα τρία παιδιά του και πολύ θα ήθελε να μας μιλήσει για τον Κάστρο και το καθεστώς και την επιθυμητή για εκείνον και πολλούς άλλους αλλαγή, αλλά όλες οι κουβέντες του βγαίναν δειλά και φοβισμένα...τόσο φόβο σπάνια έχω δει σε άνθρωπο....και ήταν αρκετή εικόνα για να απορρίψω μια και καλή τον τόπο

κι άλλες τέτοιες μνήμες έχω από την Κούβα, όπως εκείνη με τον κόσμο να περιμένει ουρά έξω από ένα κατάστημα, γιατί εκείνη την ημέρα έφερε παπούτσια. δεν καταλάβαινες ότι ήταν παπουτσάδικο, άδεια ήτανε η βιτρίνα του. έβλεπες μόνο τις Κουβανέζες να βγαίνουν κρατώντας ένα ζευγάρι πλαστικές παντόφλες και τις έδειχναν στις άλλες που περίμεναν ακόμα στην ουρά

μνήμες ; όσες θέλεις.....

και παντού ζητιάνοι, ζητιάνοι, ζητιάνοι και μικροαπατεώνες και εξαθλίωση.

αυτή ήταν η δική μου Αβάνα.
πέρα από τις μουσικές και τη Μαλεκόν και τα πούρα και τις φτηνές πόρνες.


αλλά επιστροφή στο αφρόλουτρο.
δεν ξέρω αν με έχει σκλαβώσει αυτό. ή το τρεχούμενο ζεστό νερό. ή η ζέστη του σπιτιού μου. ή ο ίδιος ο τρόπος ζωής μου, στην τελική.
αλλά ανάμεσα στην υποψία της υποδούλωσής μου στον καπιταλισμό (τον οποίο έχω κάθε δικαίωμα να  αρνηθώ ως τρόπο ζωής) και την βεβαιότητα μιας ζωής με φανερή στέρηση δικαιωμάτων και προσωπικών ελευθεριών, θα προτιμώ πάντα την πρώτη

ξέρω πως ο old boy αλλού καταλήγει, άλλο είναι το θέμα που αναπτύσσει....το δικό του αφρόλουτρο ήταν μόνο η αφορμή για να θυμηθώ πόσο πολυτέλεια είναι.
και πόσο ελευθερία είναι στην τελική.

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

-100

έκανε τόσο κρύο σήμερα το πρωί , μάτια μου, μέσα κι έξω, που δε με χωρούσε η μικρή μου πόλη, δεν έβρισκα ενδιαφέρον πουθενά, μαζεύτηκα νωρίς στο σπίτι.
σου είπα πως έκανε -100 μετρώντας και το μέσα κρύο και γέλασες με την ψυχή σου.
κάποιες φορές όταν έτσι νιώθω, μετά από κάποια θλίψη, άγχος, σύγχιση, με ρωτάω  "τι θα ήθελα ;" κι ανάλογα την απάντηση, καταλαβαίνω πού βρίσκομαι. πού είναι η ψυχή μου.
ήθελα να βρίσκομαι στη θάλασσα σήμερα.στην Τ. ήθελα να κάτσω στην αμμουδιά. μόνο αυτό.

 μα πότε θα ζεστάνει ;

μετά θυμήθηκα την άλλη θάλασσα. εκείνη με τα άσπρα καραβάκια πίσω μας. αλλά αυτή τη φορά θα ήθελα να μην πρέπει να φύγεις. να κάτσουμε όσο θέλουμε. και μετά να πάμε σ'ένα από τα παραλιακά ταβερνάκια  και να κάνουμε σχέδια για το καλοκαίρι.και να γελάμε  και να είναι όλα φωτεινά και διάφανα και απίστευτα μπλε
να αυτά θα ήθελα.



Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

ουδέν κακόν

Κάθε φορά που αναφέρω μία μαθηματική έννοια, ακόμη και την πιο απλή, από εκείνες που έχουν περάσει εδώ και καιρό στη βασική εκπαίδευση, αλλά προφανώς όχι από αυτήν των δικών σας κύκλων, παρατηρώ αυτό το παράξενο τικ στο πρόσωπό σας. Ακόμη και τώρα μετά τα μεσάνυχτα, νιώθω αυτήν την ανυπομονησία στο βλέμμα σας, με την οποία με ικετεύετε, εμένα τον βασανιστή σας: "Λυπηθείτε με, με τους μαθηματικούς ορισμούς. Αφού το βλέπετε ....  δεν τους  καταλαβαίνω ".
Κι αντί να ντραπείτε, να σημειώσετε τις έννοιες για να με ρωτήσετε ή να αναζητήσετε τη σημασία τους αργότερα, προτιμάτε να μου δείχνετε με τον τρόπο σας ότι πρόκειται για δική μου παραξενιά.
........................

Ένας γραφιάς θα παραμείνει για πάντα γραφιάς, δηλαδή χαραμοφάης, όπως ξαναείπα και πριν δίχως κακή πρόθεση. Κι ένας εφευρέτης θα παραμείνει για πάντα εφευρέτης. Ουδέν κακόν αμιγές καλού.
Εμείς οι μηχανικοί αλλάζουμε τον κόσμο, φροντίζουμε για μια πιο άνετη ζωή ακόμη και για εσάς και εσείς μπορείτε να γκρινιάζετε μετά για όσα δεν σας αρέσουν. Τι να κάνουμε... έτσι έχουν τα πράγματα.

αποσπάσματα από την φανταστική συνέντευξη (με πολλά πραγματικά στοιχεία ) που έδωσε ο  K. Zuse στον δημοσιογράφο-συγγραφέα Delius

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

γίνε ουσιώδης (ή...πάντοτε η γυναίκα?)

Ναι, ναι...γελάστε εσείς νεαρέ μου. Δεν το ζήσατε εσείς. Δεν την γνωρίζετε την ευγνωμοσύνη να έχεις διαφύγει ένα σχεδόν βέβαιο θάνατο. Δεν θα γνωρίζετε υποθέτω την ώθηση που δίνει σε ψυχή και σώμα. Πώς από ένα αίσθημα εγνωμοσύνης απέναντι στη ζωή που σου χαρίστηκε, αντιμετωπίζεις τις μέρες σου πιο υπεύθυνα και πιο παραγωγικά και καταφέρνεις τελικά να γίνεις στ'αλήθεια ευτυχισμένος κι ευχαριστημένος.
Ευτυχισμένος παρά τις βόμβες και τα λιγοστά τρόφιμα και τις δυσκολίες. Η λέξη  "δυσκολίες"   είναι ευφημισμός για την καθημερινότητα στο Βερολίνο της εποχής του πολέμου.
Ξέρετε...όταν κουραζόμουν πάνω στα καλώδια και τα κυκλώματα τα ατελείωτα βράδια του Σαββάτου κι έβριζα για τα ανύπαρκτα υλικά, τότε θυμόμουν τις αναγγελίες θανάτου στις στήλες της εφημερίδας. Ή σκεφτόμουν τους συντρόφους , κάπου...πολύ μακριά από το σπίτι τους, να πρέπει να κρατήσουν τις θέσεις τους. Στο χιόνι, στη λάσπη, πολύ πιο κουρασμένοι από μένα, πεινασμένοι, μερικοί τραυματισμένοι, με ανύπαρκτες ελπίδες, πέρα από την μία, να φτάσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται στη Μόσχα, ή την ακόμη πιο απίθανη , στο σπίτι. Σήμερα μπορείτε να έχετε εικόνα για όλα αυτά. Ας είναι καλά ο κινηματογράφος και η τηλεόραση και τα βιβλία. Αλλά τότε...τότε μόνο τα διαισθανόσουν και σκεφτόσουν :
 "Εκμεταλλεύσου το μοναδικό σου προνόμιο ! Γίνε ουσιώδης! Κάνε κάτι...."

Σε ελεύθερη μετάφραση από το "Η γυναίκα για την οποία κατασκεύασα τον υπολογιστή" του F.C. Delius, μια μυθιστορηματική βιογραφία του Konrad Zuse , "πατέρα" του πρώτου υπολογιστή.
Πολύ αληθινή, γλυκόπικρη με αρκετό κυνισμό, ενός ανθρώπου που μάζευε στα σκουπίδια πεταμένες λαμαρίνες και καλώδια για να φτιάξει κάτι την λάθος εποχή στο λάθος μέρος, που θα άλλαζε  τον κόσμο και τη ζωή όπως σήμερα τη γνωρίζουμε.

"Das Ewig-Weibliche zieht uns hinan" (The Eternal-Feminine draws us upward), η τελευταία φράση από τον Faust του Goethe υπήρξε η κεντρική ιδέα πάνω στην οποία πλέχτηκε με μαεστρία η ζωή και ο χαρακτήρας του κεντρικού ήρωα.

..............

Υπάρχουν βιβλία που προσφέρουν μια πρόσκαιρη απόλαυση κατά την ανάγνωσή τους και μετά τα τοποθετείς στο ράφι ευχαριστώντας τα για την συντροφιά τους. Άλλα, που θα θυμάσαι για πάντα , και ξέρεις πάντα πού θα τα βρεις, γιατί οδήγησαν τη σκέψη σου ένα βήμα πιο πέρα, ενδεχομένως να άλλαξαν και τη γεωγραφία μέσα σου. Και υπάρχουν κι εκείνα που επανατοποθετούν τα δομικά στοιχεία της σκέψης και της κοσμοαντίληψής σου στις σωστές τους θέσεις ή σου τις υπενθυμίζουν.
Το βιβλίο του Delius θα το κατέτασσα σ'αυτήν την τελευταία κατηγορία.
Εντελώς υποκειμενικά, φυσικά.


Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

κι ας μου κρύβανε τη δύση

Δεν το πρόσεξα στην αρχή. Πήρα τον καφέ μου, έκατσα στον υπολογιστή και μόνο έννοιες και δουλειές και "πρέπει". Και το βλέμμα στην οθόνη. Ο κόσμος μου η οθόνη.
Σηκώθηκα κάνα δυο φορές, αλλά και πάλι δεν το πρόσεξα, βουτηγμένη στην αϋπνία και σ'ένα αίσθημα κακής διάθεσης .
Ούτε ένα βλέμμα στα δεξιά.
Και μετά.....
Ένα κενό.
Πολύς ουρανός. Πολύς γκρίζος, μελαγχολικός, ατελείωτος ουρανός
Κάτι ήταν διαφορετικό.
Κάτι με ενοχλούσε.
Κακάσχημα σπίτια απέναντι μου. Πότε τα φύτεψαν εκεί ;
............
Ο εγκέφαλος αρνούνταν να συνεργαστεί με το οπτικό δεδομένο.
Αλλά....ναι.
Έλειπαν τα δέντρα.
Προσπάθησα  εντελώς ανόητα να σκεφτώ- σαν παιδί που δεν έχει καταλάβει ακόμη τη λειτουργία του κόσμου- αν χτες φυσούσε δυνατά, αν έγινε καμιά καταστροφή που δεν πήρα χαμπάρι, αλλά δεν έβγαζε νόημα. Το μυαλό μου ακόμη κολλημένο σε κάτι που αρνούνταν να δεχτεί.

.............

Δεν ξέρω γιατί έπρεπε να τα κόψουν.
Ξέρω πως άφηνα πάνω τους το βλέμμα μου να πλανηθεί σε κάθε δίλημμα, σε κάθε άσχημη είδηση, σε κάθε τόση δα μικρή ελπίδα πως ίσως....ίσως...
Σε κάθε προσμονή.
Έβλεπα τον άνεμο να τα χαϊδεύει και άφηνα και τη δική μου ματιά να λικνιστεί σ'ένα μοναχικό νανούρισμα.

Γυμνός ο ουρανός απέναντι μου.

Κι απ'όλες τις εικόνες που τους είχα.....με το χιόνι να βαραίνει στα κλαδιά τους, την πάχνη να στραφταλίζει πάνω στα φύλλα τους τον ήλιο να βρίσκει πάντα τρόπο να τα διαπερνά και να μου στέλνει τις τελευταίες ακτίνες του...έχω κρατημένη μόνο μία.
Διεγραμμένες όλες.
Κακός φωτισμός. Μη απόδοση των αληθινών χρωμάτων της δύσης. Επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Δικαιολογίες υπάρχουν πάντα για διαγραφές.
Και η λανθάνουσα γνώση-πίστη πως πάντα υπάρχει καιρός για καλύτερες λήψεις.
Τα δέντρα είναι εκεί. Δε φεύγουν.

Ποιος το είπε;

(τίποτα δεν είναι εκεί...και η στιγμή που αποχαιρετάμε ή που δεν προλαβαίνουμε καν να αποχαιρετίσουμε κάποιον, κάτι....ίσως για πάντα...δε μας ειδοποιεί )

Εντελώς ανόητα, παιδαριωδώς θα έλεγα.... θυμήθηκα εκείνο το παιδικό ποιηματάκι του Παπαντωνίου, για τον Γιάννη και τον πεύκο






κι αυτή είναι με βεβαιότητα η χειρότερη λήψη τους

update: στην αυλή μου και στα γύρω δέντρα παρατηρώ σήμερα πολύ περισσότερα πουλιά απ'ότι συνήθως. πουλιά - πρόσφυγες



Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

άνοιξη παρά τέταρτο


Το σπουδαίο είναι να βρεθείς σε μιαν αγκαλιά γυναίκας που εξακολουθεί να είναι για χατήρι σου αιωνίως είκοσι χρονών

(φυσικά το θέμα ήταν η ποίηση...αλλά έχει σημασία αυτό;)

από τα μικρά έψιλον Οδ. Ελ.

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

λίγο νερό για το δρόμο

βρέχει σιγανά. ακριβώς όπως σου το'λεγα. γελούσες με τις συμβουλές του παππού  και δεν ήθελες το νερό ούτε το φαΐ .
αυτάρκεις.
έχουμε αρκετά χρήματα σήμερα για να νιώθουμε αυτάρκεις.

μια ψευδαίσθηση όλα.

αλλά ο παππούς ήρθε 12 χρόνων στην Ελλάδα με την Καταστροφή του '22. μόνος του. τους γονείς του και τ'αδέρφια του τα είχανε σφάξει οι Τούρκοι.
δεν υπήρχαν ψευδαισθήσεις εκεί. η αυτάρκεια δεν ήταν επιλογή. ήταν μονόδρομος. και ή τα κατάφερνες ή όχι.
(ίσως γι'αυτό έμαθε να εκτιμά τι θα πει "λίγο νερό")
το χωριό το έστησε σχεδόν μονάχος του σε ένα χέρσο χωράφι.  αυτό ξέρω. αυτό άκουσα.
λιγομίλητος ήταν. αυτό θυμάμαι. τον σέβονταν και τον φοβούνταν οι άλλοι .
(και είναι παράξενο όταν είσαι παιδί και βλέπεις το χαμογελαστό πρόσωπο που απευθύνεται σε σένα όλο τρυφερότητα, να εμπνέει στους άλλους δέος)
δεν έβλαψε ποτέ κανένα, αλλά ο λόγος του ήταν νόμος και αρχή. δεν επιβιώνεις αλλιώς.
δεν υπήρχε τέχνη που να μην έμαθε. δουλειά που να μην έκανε.
δεν υπήρχε άνθρωπος σε ανάγκη, που να μη φιλοξενήθηκε στο σπίτι του και να μην έφαγε από το ψωμί του.

κι όταν φτιάχτηκε πια, όταν εξασφάλισε την οικογένειά του, αγόραζε τα πιο ακριβά υφάσματα  στη γυναίκα του, να ράψει φορέματα, να της δώσει χαρά που πρόκοψαν, που βγήκαν από τη φτώχεια της προσφυγιάς με τη δουλειά και το μυαλό του, κι εκείνη μόνο τα παραχωρούσε στα κορίτσια . δεν μπορούσε, λέει, με τόσους νεκρούς, απ΄τα εφτά της ορφανή, να βάλει χρώματα, να βάλει μετάξια.
πέρασε τη ζωή στα μαύρα. ούτε και γέλασε ποτέ της δυνατά. ποτέ.
μα είχε το πιο γλυκό. το πιο υπομονετικό. το πιο νηφάλιο βλέμμα που είδα ποτέ σε άνθρωπο.

...........................................

βρέχει.
κάθε μέρα κοιτώ με αγωνία σχεδόν την ώρα που πέφτει το σκοτάδι. μετρώ τα χιλιοστά του χρόνου που η μέρα μεγαλώνει.
λίγο ακόμη....